- ταχύπομπος
- τᾰχῠ-πομπος, ον,A quick-sailing,
διωγμοί A.Supp.1046
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διωγμοί A.Supp.1046
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχύπομπος — ον, Α αυτός που στέλνει ή συνοδεύει γρήγορα («τί ποτ εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῑς;», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πομπός (πρβλ. ναυσί πομπος)] … Dictionary of Greek
ταχυπόμποισι — ταχύπομπος quick sailing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek